-
1 λαμπάς
A torch, A.Th. 433, Th.3.24, etc.;πευκίνη λ. S. Tr. 1198
; beacon-light, A.Ag.8, 28, etc.; λαμπάδας ἅψασθαι light torches, Ar.Th. 655; λαμπάδας τινάσσων, in Bacchic ceremonies, Id.Ra. 340 (lyr.); used in festal processions, φαίνετε τούτῳ (sc. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱεράς ib. 1525 (anap.), cf. Th. 102 (lyr.).2 faggot, Plb.3.93.4; any light, lamp,λαμπάδες ἀργυραῖ LXX Ju.10.22
; wax-light, Plu.2.263f;λ. κηροχίτων AP6.249
(Antip.); later of oillamps, Ev.Matt.25.3.3 metaph., of the sun, Parm.10.3, S. Ant. 879 (lyr.), etc.; ἡ 'πιοῦσα λ. the coming light, i.e. the next day, E.Med. 352; of lightning,δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις Id.Supp. 1011
, cf. Ba. 244, 594 (lyr.); of the Cyclops' eye, Cratin.459.II torch-race, = λαμπαδηδρομία, Hdt.6.105, X.Vect.4.52; λαμπάδα δραμεῖν, τρέχειν, run the race, Ar.V. 1203, Thphr.Char.27.4;τὰς λ. δραμεῖν IG22.1030.9
; ἐν ταῖς λ. διηγωνίσθαι ib.1039.20;λαμπάδα φέρειν Ar.Ra. 1087
(anap.); ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ see the start, ib. 131;τὰς λ. συντελεῖν IG 22.1011.9
;λ. ἔσται.. ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Pl.R. 328a
; λαμπάδι νικᾶν win in it, And.4.42, cf. IG22.957, al.; λαμπάδα ν. win it, ib.3.106, al.; οἱ νικήσαντες τὴν λ. ib.122, cf. Milet.1(7).203a14 (ii B. C.).2 metaph., of life,λαμπάδα γὰρ ζωᾶς με δραμεῖν.. ἤθελε δαίμων Epigr.Gr. 231
([place name] Chios);καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντας ἄλλοις ἐξ ἄλλων Pl.Lg. 776b
.III = λυχνὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.3.101.------------------------------------ -
2 τινάσσω
Aἐτίναξα Il.20.57
, Sapph.42, poet.τίναξα Pi.O.9.30
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] fut. τινάξεται ([etym.] δια-) E.Ba. 587 (lyr.): [tense] aor.ἐτινάχθην Plu.Cim. 16
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐτίναχθεν Il.16.348
: 2 [tense] aor. part.τινᾰγείς Str.5.4.9
(s. v.l.): [tense] pf. [ per.] 3sg. indic.τετίνακται Hp.Flat.14
(v.l. τετάρακται); inf. τετινάχθαι ([etym.] δια-) Aesop.305:— shake or brandish a weapon,δύο δοῦρε τινάσσων Il.12.298
;ἔγχος 20.163
, Tyrt.11.25;φάσγανον Il.22.311
;ἀστεροπήν 13.243
;αἰγίδα 17.595
;ἐν χεροῖν πύρπνουν βέλος A.Pr. 917
; (lyr.);λαμπάδας ἐν χερσί Ar.Ra. 340
(lyr.), cf. 328 (lyr.):—[voice] Med.,ἐτινάξατο δούρατος ἀκμάς Theoc.22.185
.2 generally, shake, γαῖαν, of Poseidon, Il.20.57; ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα shook her by the robe (to make her attend), 3.385; ποσὶ θρόνον λακτίζων ἐτίνασσε upset it, Od.22.88; ὡς δ' ἄνεμος.. θημῶνα τ. scatters, 5.368; νεῦρα (sc. κιθάρας) τ. make the strings quiver, by striking them, AP9.584.9; τὴν ἐσθῆτα συνεχῶς τ. (to air it) Gal.17(1).652: metaph.,Ἔρος ἐτίναξέ μοι φρένας Sapph.
l.c.: abs., shake fruit from trees, PFay.102.1 (ii A.D.):—[voice] Pass.,ῥάβδῳ τινάσσεται τὸ μελάνθιον LXX Is.28.27
:—[voice] Med., τιναξάσθην πτερά they shook their wings, Od.2.151 (soτινάσσονται πτερύγεσσιν Arat.971
;τιναξαμένου τοῖς ὅπλοις Plu.Alex.63
, cf. Dio39):—[voice] Pass.,πήληξ τινάσσετο Il.15.609
; πεδόθεν τινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος shook or quaked, Hes.Th. 680; φόβῳ ἐτίναχθεν ἀϋτῆς quaked with fear, A.R.4.641.-- poet. Verb, used by Hp.l.c. (s. v.l.), Arist.Mu. 397a28, Plu. (v. supr.), Sor.1.46, Philostr.VA4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τινάσσω
См. также в других словарях:
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek